- αδιπλασίαστος
- -η, -οαυτός που δε διπλασιάστηκε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδιπλασίαστος — η, ο (Μ ἀδιπλασίαστος, ον) [διπλασιάζω] αυτός που δεν έχει διπλασιαστεί … Dictionary of Greek
ἀδιπλασιάστως — ἀδιπλασίαστος not doubled adverbial ἀδιπλασίαστος not doubled masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιπλασίαστον — ἀδιπλασίαστος not doubled masc/fem acc sg ἀδιπλασίαστος not doubled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιπλασιάστῳ — ἀδιπλασίαστος not doubled masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδίπλαστος — ἀδίπλαστος, ον (Μ) [διπλάζω] ο αδιπλασίαστος* … Dictionary of Greek
αδίπλιαστος — η, ο [διπλιάζω] 1. αυτός που δεν έχει δίπλες, πτυχές, ο απτύχωτος 2. αδιπλασίαστος, μονός … Dictionary of Greek
αδίπλωτος — η, ο (Μ ἀδίπλωτος, ον) [διπλῶ] νεοελλ. αυτός που δεν διπλώθηκε μσν. ο αδιπλασίαστος* … Dictionary of Greek